- χωλότητα
- ηη ιδιότητα του χωλού, το να κουτσαίνει κανείς, η κουτσαμάρα: Η χωλότητά του δεν τον εμπόδισε να φτάσει έγκαιρα στη συγκέντρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… … Dictionary of Greek
χωλότητα — χωλότης lameness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείπουσα χωλότητα — Πάθηση που μοιάζει με τη στηθάγχη, υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζεται ως άλγος –και όχι ως ασθένεια– και συνήθως παρουσιάζεται μόνο έπειτα από σωματική άσκηση. Ο πόνος της δ.χ., ο οποίος εντοπίζεται στον γλουτό, στον μηρό, στους μυς της κνήμης ή… … Dictionary of Greek
αναπηρία — η (Α ἀναπηρία) έλλειψη αρτιότητας τών οργάνων τού σώματος, ακρωτηριασμός νεοελλ. 1. έλλειψη πνευματικής ή ψυχικής τελειότητας ενός ατόμου 2. γεν. έλλειψη σε κάτι, χωλότητα, κολόβωση … Dictionary of Greek
επικύλλωμα — ἐπικύλλωμα, τὸ (Μ) χωλότητα, το να είναι κάποιος χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύλλωμα (< κυλλόω, ώ «κουτσαίνω»)] … Dictionary of Greek
καταχωλεύω — (Α) [κατάχωλος] γίνομαι αιτία γέλωτος σε κάποιον με τη χωλότητά μου … Dictionary of Greek
κλεψίχωλος — κλεψίχωλος, ον (Α) αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό χωλος, κατά χωλος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… … Dictionary of Greek
κούτσαμα — το [κουτσαίνω] το να είναι κάποιος χωλός, το να παθαίνει χωλότητα … Dictionary of Greek
κυλλότης — κυλλότης, ἡ (AM) [κυλλός] 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η χωλότητα 2. ακρωτηριασμός ή παραμόρφωση 3. γεν. κακή, άθλια κατάσταση … Dictionary of Greek